λιβέλλου

λιβέλλου
λίβελλος
libellus
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λιβελλογράφημα — το δημοσίευμα με μορφή λιβέλλου, δυσφημιστικό δημοσίευμα, άρθρο ή βιβλίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιβελλογραφῶ. Η λ., στον πληθ. λιβελλογραφήματα, μαρτυρείται από το 1812 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • ψευδοσοφιστής — ὁ, Α (ως τίτλος λιβέλλου τού Λουκιαν.) Ψευδοσοφιστής ψευτοδάσκαλος τής σοφιστικής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + σοφιστής] …   Dictionary of Greek

  • Σιμωνίδης, Κωνσταντίνος — Πλαστογράφος χειρόγραφων (Σύμη 1820 Αλεξάνδρεια 1867). Σε πολύ νεαρή ηλικία, μετά τις μέτριες σπουδές του στο σχολείο της πατρίδας του, εκδηλώθηκε η επικίνδυνα τυχοδιωκτική του φύση με μια απόπειρα δολοφονίας των γονέων του για να τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”